- ληίζομαι
- ληΐζομαι (AM, Α σπαν. και ενεργ. ληΐζω, επικ. και ιων. τ. λεΐζομαι, αττ. τ. λήζομαι)(ενεργ. και συν. μέσ.) λαφυραγωγώ, λεηλατώ, ληστεύω, διαρπάζω, ερημώνω με επιδρομή (α. «τὴν πολεμίαν ληΐσοντας», Θεοφύλ. Σ.β. «ἐλῄζοντο δὲ καὶ κατ' ἤπειρον ἀλλήλους», Θουκ.γ. «ἐκ γῆς βαρβάρου λελησμένη», Ευρ.)αρχ.1. παίρνω κάτι ως λάφυρο, λαμβάνω ως λεία ανθρώπους ή πράγματα («θώρηκα ἐληΐσαντο τῷ προτέρῳ ἔτεϊ», Ηρόδ.)2. (γενικά) αποκτώ κάτι με τη βία, κερδίζω κάτι βιαίως («οὐ γάρ τι γυναικὸς ἀνὴρ ληΐζετ' ἄμεινον τῆς ἀγαθῆς», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐς. Η αρχική σημ. τού ληΐζομαι αναφερόταν στα λάφυρα που κατακτήθηκαν στον πόλεμο και μετά η λ. πήρε τη σημ. τής ληστείας με τη σημερινή σημ. τού όρου].
Dictionary of Greek. 2013.